- Σαξονία
- ηεπαρχία της Γερμανίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σαξονία — (Sachsen). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Γερμανίας. Συνορεύει με την Τσεχοσλοβακία προς ΝΑ, με την Κάτω Σαξονία και τη Βαυαρία, αντίστοιχα προς ΒΔ και προς ΝΔ, με το Βρανδεμβούργο προς ΒΑ, με τη Σιλεσία (που σήμερα είναι σχεδόν ολόκληρη… … Dictionary of Greek
Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… … Dictionary of Greek
Ούγος του Αγίου Βίκτορα — (Σαξονία περ. 1096 – Παρίσι 1141). Γερμανός θεολόγος. Εισήλθε περίπου το 1115 1118 στο μεγάλο εκείνο κέντρο μυστικιστικής σκέψης του 12ου αι., που ήταν το παρισινό αβαείο των μοναχών του Αγίου Βίκτωρα, όπου υπήρξε μαθητής του Γουλιέλμου του Σαμπώ … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Σάξονας — ο, η, Ν 1. ο κάτοικος τής Σαξονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σαξονία 2. στον πληθ. οι Σάξονες αρχαίος γερμανικός λαός που αρχικά κατοικούσε στην περιοχή τού σημερινού Σλέσβιχ και στα παράλια τής Βαλτικής, αλλά μετά τον 5ο και ώς τον 8ο αιώνα… … Dictionary of Greek
σαξονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες («σαξονικό κάτοπτρο» ο αρχαιότερος γερμανικός κώδικας δικαίου, ο οποίος συντάχθηκε τον 12ο αιώνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαξονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Κ. Σ. Κόντο] … Dictionary of Greek
σαξόνιος — α, ο, Ν [Σαξονία] 1. σαξονικός 2. φρ. «σαξόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σαξόνιο» γεωλ. υποδιαίρεση τού μέσου περμίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, υποδιαίρεση η οποία ακολουθεί την ωτούνια βαθμίδα και προηγείται της… … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek